Με συνέπεια και Ανεξάρτητο λόγο Κινούμαστε Δυναμικά

Για ένα Απαλλαγμένο απο κομματικές εξαρτήσεις ΟΕΕ

Για την Αναβάθμιση της Οικονομικής Επιστήμης

Για Επαγελματική Αξιοπρέπεια

ΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΡΟΣΧΕΔΙΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ 2008 ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗ Γ. ΧΑΤΖΗΚΩΝ/ΝΟΥ

ΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΡΟΣΧΕΔΙΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ 2008 ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗ Γ. ΧΑΤΖΗΚΩΝ/ΝΟΥ


ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ


Σύμφωνα με την επιστολή του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθηγητή κ. Γεωργίου Αλογοσκούφη, η οποία εστάλη προς τα μέλη της Διαρκούς Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής, τον μήνα Οκτώβριο του έτους 2007 και έπ’ ευκαιρία της κατάθεσης του Προσχεδίου του Προϋπολογισμού του έτους 2008, «...μετά τις εκλογές του 2007,ξεκινά η δεύτερη φάση της δημοσιονομικής εξυγίανσης και του μεταρρυθμιστικού προγράμματος. Παράλληλα δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στην κοινωνική συνοχή, με στοχευόμενα μέτρα για τις ευαίσθητες ομάδες του κοινωνικού συνόλου με συνέχιση της φορολογικής μεταρρύθμισης και με σημαντική ενίσχυση της περιφερειακής σύγκλισης». Στην ίδια επιστολή ο κ. Υπουργός σημειώνει: «...Ενισχύουμε το νέο αναπτυξιακό πρότυπο, δίνοντας έμφαση σε δραστηριότητες υψηλής προστιθέμενης αξίας και εξωστρέφειας, που ενσωματώνουν νέες τεχνολογίες και καινοτομίες. Επιδιώκουμε την επίτευξη ισοσκελισμένων Προϋπολογισμών ως το 2010 και την σημαντική μείωση των ελλειμμάτων των Δ.Ε.Κ.Ο, του ασφαλιστικού συστήματος και  του συστήματος Υγείας». Η επιστολή συνεχίζει με την παρουσίαση των προτεραιοτήτων οι οποίες κατά τον Υπουργό ,υλοποιούνται με τον Προϋπολογισμό του 2008 και οι οποίες κατ’ εξοχήν  επικεντρώνονται στην δημοσιονομική σταθερότητα με στοχεύσεις όπως:


1.    Η περαιτέρω μείωση του ελλείμματος
2.    Η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και η διερεύνηση της φορολογικής βάσης
3.    Η ενίσχυση του κοινωνικού ρόλου του Κράτους με την ίδρυση Εθνικού Ταμείου Κοινωνικής

Συνοχής για την στήριξη των κοινωνικών ομάδων διαβιούν κάτω από το όριο της φτώχειας
4.    Η συνέχιση της φορολογικής μεταρρύθμισης και
5.    Η περιφερειακή σύγκλιση.


   Είναι σαφές ότι όλες στοχεύσεις και επιδιώξεις του κ. Υπουργού, πρέπει να αποτυπώνονται και, κατά την άποψή μου, εν μέρη αποτυπώνονται στο προσχέδιο του Προϋπολογισμού που συνοδεύει την επιστολή. Έπ’ αυτού είναι δυνατό να διατυπωθούν οι παρακάτω γενικές παρατηρήσεις που αφορούν, τόσο το πνεύμα του κατατιθέμενου Προϋπολογισμού όσο και το γενικότερο πλαίσιο αντιλήψεων, οι οποίες εξυπηρετούνται δια του πνεύματος που διέπει τον κατατιθέμενο Προϋπολογισμό. Εκ των προτέρων σημειώνω, ότι οι παρατηρήσεις, οι κρίσεις και τα σχόλια που διατυπώνονται, δεν διεκδικούν την απόλυτη αλήθεια, καθώς και ο κ. Υπουργός γνωρίζει, ότι η αλήθεια είναι πάντοτε σχετική. Το κείμενο αυτό εκφράζει την προσωπική μου άποψη για τις εξελίξεις, τις στοχεύσεις και τις μεταλλαγές και πιθανώς, είναι δυνατό να συμβάλλει σε έναν εποικοδομητικό διάλογο, επί του Προϋπολογισμού του 2008 και όχι μόνο.                                                                                                                                                                
   Ο Προϋπολογισμός αυτός είναι , για πολλοστή φορά και κατ’ εξακολούθηση τα τελευταία 10 έως και 15 τουλάχιστον χρόνια, ένας Προϋπολογισμός λιτότητας για τα μεγάλα κοινωνικά στρώματα της Ελληνικής κοινωνίας. Επί χρόνια τώρα γίνεται επίκληση της υπομονής του Ελληνικού λαού για μια λιτότητα που θα οδηγήσει σε καλύτερες μέρες. Η επιμήκυνση της περιόδου λιτότητας, δημιουργεί στη συνείδηση των Ελλήνων κρίση εμπιστοσύνη προς την Πολιτεία που τους την επιβάλλει, πολύ περισσότερο, όταν οι καλύτερες αυτές μέρες αργούν να εμφανισθούν. Η λιτότητα δε θα ήταν αναγκαστικά κακή, αν δεν συνοδευόταν από μια προϊούσα εισοδηματική συρρίκνωση μεγάλων κοινωνικών ομάδων εργαζομένων και μικρομεσαίων επιχειρηματιών, ή αυτοαπασχολούμενων, από μια άνιση κατανομή του Εθνικού Εισοδήματος, σε αρκετές περιπτώσεις ιδιαιτέρως προκλητική, από μια αυξανόμενη υπερχρέωση μεγάλου μέρους του πληθυσμού στο κατά  το άλλο εφήμερο Τραπεζικό Σύστημα, από μια σταδιακή επιδείνωση του νοσούντος ασφαλιστικού συστήματος, από μια σημαντική ακρίβεια στην αγορά τελικών καταναλωτικών αγαθών με αυξήσεις τιμών που θέτουν εν αμφιβόλων στη συνείδηση των πολιτών τα επίσημα κατά καιρούς δημοσιευόμενα ποσοστά πληθωρισμού και τέλος από μια αισθητά ή ανασφάλεια στην αγορά εργασίας, αποτέλεσμα πολιτικών ευελιξίας, με μειώσεις πραγματικών μισθών, χάριν εξυπηρέτησης μιας επιδιωκόμενης βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας και του αναπτυξιακού προτύπου. Σημειώνω, ότι όλα τα ανωτέρω, που κατά καιρούς αναδεικνύονται μέσα από έρευνες και μελέτες, τόσο Πανεπιστημιακών ερευνητών, όσο και επισήμων φορέων (Βλ. Ινστιτούτο Εργασίας της Γ.Σ.Ε.Ε) εθνικών ή ξένων, επισυμβαίνουν εν μέσω υψηλών ποσοστών ανεργίας που εξακολουθούν να διατηρούνται παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που αναμφίβολα καταβάλλονται, αλλά και παρά τις υπολογιστικές αλχημείες που στον βωμό της παρουσίασης μειωμένων ποσοστών, συχνά επιστρατεύονται. Στη διαμόρφωση δε ενός κλίματος κρίσεως εμπιστοσύνης, που τρέφεται από όλες τις ανωτέρω καταστάσεις, συμβάλλει και το γεγονός των επισήμων κατά καιρούς ανακοινώσεων των υψηλών ποσοστών «ανάπτυξης» της Ελληνικής Οικονομίας, τα οποία δίχως εξειδικευμένα ποιοτικά σχόλια και υψηλότερα εμφανιζόμενα των αντιστοίχων ποσοστών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή των επιμέρους μελών της, δημιουργούν εύλογα σημαντικά ερωτηματικά σχετιζόμενα με το ποιος τελικά γίνεται τελικός δέκτης των αναπτυξιακών αυτών επιτυχιών. Η Ελληνική Οικονομία εξακολουθεί να προβάλλεται, ως μια οικονομία πολλά υποσχόμενη σ’ ένα απώτερο και ασαφώς προσδιοριζόμενο μέλλον, εν μέσω, όμως, προβληματικών δυσλειτουργιών και απορυθμίσεων, που εντείνουν το κλίμα μιας επικίνδυνης κρίσεως εμπιστοσύνης που φωλιάζει και στη συνείδηση των Ελλήνων.


    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, περί των οποίων, κατά πολιτικό, ίσως δε και επιστημονικό τεκμήριο, οι γνώμες δυίστανται ,μ’ άλλα λόγια για λόγους συνήθως πολιτικούς, ή και σχετιζόμενους με την πρόσληψη του αναπτυξιακού προτύπου που ο καθείς διατηρεί και προβάλλει, οι Πολίτες της σύγχρονης Ελληνικής πραγματικότητας δεν παύουν να επαναλαμβάνουν, ενσυνειδήτως πλέον το γνωστό ότι «στην Ελλάδα οι δείκτες και οι αριθμοί ευημερούν», ενώ η καθημερινότητα τους διαψεύδει.
    Αναμφίβολα, η Ελληνική οικονομία και κοινωνία, έχουν διαφοροποιηθεί αισθητά, κάτω από την πίεση των διεθνών εξελίξεων τις οποίες η χώρα ελάχιστα μπορεί να επηρεάσει. Η δε σύγχρονη κατάσταση των Ελληνικών πραγμάτων είναι σωστό και επιβαλλόμενο, άλλωστε, να μελετάται και να κρίνεται κατ’ εξοχήν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε σύγκριση με την κατάσταση των Ευρωπαϊκών Εταίρων, των οποίων ο αριθμός συστηματικά αυξάνεται, στο πλαίσιο μιας αντίληψης διευρυνόμενης αγοράς, που βρίσκεται, ως σύλληψη, στον αντίποδα του Ευρωπαϊκού οράματος των πρωτοπόρων της Κοινοτικής Ευρώπης. Το πνεύμα του νέου Προϋπολογισμού ασπάζεται την νέα αυτή διεθνή πραγματικότητα και υιοθετεί διαρθρώσεις εσόδων και δαπανών  που  εξυπηρετούν τις επιδιωκόμενες κυρίαρχες στοχεύσεις. Μεταξύ αυτών η δικαίως απαιτούμενη μείωση του ελλείμματος του Προϋπολογισμού, καθώς κάποτε πρέπει να οδηγηθούμε σε ισοσκελισμένους Προϋπολογισμούς, η μείωση του Διεθνούς χρέους της χώρας, η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής και η περιφερειακή σύγκλιση. Παρά το γεγονός, ότι θα μπορούσε κανείς να διερωτηθεί για το αν και  κατά πόσο η προσπάθεια περιορισμού του ελλείμματος κάτω του 3% του ΑΕΠ μπορεί ή πρέπει να οδηγεί σε υψηλά ποσοστά ανεργίας, επιδεινώνοντας το επίπεδο διαβίωσης ενός λαού, θέμα ιδιαιτέρως αμφιλεγόμενο στην πολιτική, αλλά και στην επιστήμη, είναι αρκετά ενδιαφέρουσα και αινιγματική η στόχευση της ενίσχυσης του ρόλου του Κοινωνικού Κράτους  και της ίδρυσης Εθνικού Ταμείου Κοινωνικής Συνοχής, μ’ άλλα λόγια ταμείου φτώχειας. Tο κοινωνικό κράτος συστηματικά κατεδαφίστηκε σε πλήθος χωρών, όμως και στην Ελλάδα, παρά τις αντιστάσεις, πολιτικές ή ΄άλλες, κυρίως μετά την κατάρρευση του διπολισμού στον κόσμο και την επικράτηση της νέας τάξης πραγμάτων. Και ξαφνικά στα τελευταία χρόνια που διανύουμε αναδεικνύεται εκ νέου η αναγκαιότητα ύπαρξής του. Τα ερωτήματα που αναδύονται είναι πολλά και για τη χώρα μας.
   Παρά τον πακτωλό χρήματος που δέχτηκε τα τελευταία χρόνια ο τόπος από τα Κοινοτικά Ταμεία, παρά τον συγκοινωνιακό και επικοινωνιακό της εκσυγχρονισμό ,παρά τις  ανταγωνιστικές επιδιώξεις και τις προσαρμογές των συστημάτων της παρά τον εκσυγχρονισμό του νομοθετικού πλαισίου, τις απελευθερώσεις των αγορών και τις ιδιωτικοποιήσεις του Δημοσίου πλούτου, παρά τις χρηματοοικονομικές της μεταλλαγές, τους ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ και την υιοθέτηση των επιταγών του αναπτυξιακού προτύπου της «οικονομίας της αγοράς» και της ονομαζόμενης παγκοσμιοποίησης της οικονομίας η χώρα, συνεχίζει και εξακολουθεί να βρίσκεται στα τελευταία επίπεδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15 και σε χαμηλά επίπεδα στο σύνολο των 27.Παραδόξως, όμως, ταυτόχρονα παρουσιάζεται υποχρεωμένη να προχωρήσει στην ίδρυση Ταμείου Φτώχειας, ή Εθνικού Ταμείου Κοινωνικής Συνοχής ενώ ταυτόχρονα και παρά τις διαβεβαιώσεις, ο πληθυσμός αναμένει νέα αύξηση του ΦΠΑ, πράγμα το οποίο δεν διαψεύδει εύκολα η ανάγνωση του νέου Προϋπολογισμού (Βλ. 15 προσχέδιο-πίνακας 2.3). Ταμείο Φτώχειας λοιπόν; Στην εποχή της Νέας Τεχνολογίας; Των αυτοματισμών; Της Ρομποτικής; Των τεράστιων πλεονασμάτων της τεχνολογίας; Των τεράστιων παραγωγικών δυνατοτήτων; Της βελτίωσης της παραγωγικότητας; Των χρηματηριακών αποδόσεων; Των απανταχού απελευθερωμένων αγορών; Της κυριαρχίας των ελευθέρως κινούμενων κεφαλαίων; Τι ακριβώς συμβαίνει επιτέλους;
    Η γενική πολιτική στόχευση, επικεντρούμενη στην ανταγωνιστική αγορά, στα οικονομικά της προσφοράς και στην ευελιξία της εργασίας, ευνόησε εκ των πραγμάτων, επιχειρηματικές τάξεις κυρίαρχης θέσης στην οικονομική ζωή του τόπου, επιδιώκοντας την διαμόρφωση των συνθηκών φθηνής εργασίας που συνοδεύτηκε από ραγδαία διαφοροποίηση των εργασιακών σχέσεων. Παρά το γεγονός, ότι τούτο επιδιώχθηκε, χάριν της κυρίαρχης ανταγωνιστικής αντίληψης εξυπηρετώντας το υιοθετηθέν αναπτυξιακό πρότυπο που στηρίζει και πάλι ο υποβαλλόμενος Προϋπολογισμός, είναι εντούτοις σημαντικό να σημειωθεί, ότι η Ελληνική Οικονομία κινδυνεύει να περιπέσει στην παγίδα ενός συστήματος προσφοράς που αγνοεί επιπολαίως τη ζήτηση.
   Η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, συστηματικά συρρικνούμενη παρά τις, στον Προϋπολογισμό παρουσιαζόμενες ,ποσοστιαίες αυξήσεις της Ιδιωτικής Κατανάλωσης σε σταθερές τιμές (βλ. Σελ. 14 προσχεδίου-πίνακας 1.1) οι οποίες ποιοτικά ουδόλως σχολιάζονται, οδηγεί στον Τραπεζικό δανεισμό και σε απαράδεκτες εξαρτήσεις από ένα γιγαντούμενο Χρηματοπιστωτικό  Σύστημα, ελλιπώς ελεγχόμενο, ελάχιστα ανταγωνιστικό στην πραγματική του δομή, δύσκολα χαρακτηριζόμενο ως αναπτυξιακό και ιδιαίτερα κερδοφόρο. Το Χρηματοπιστωτικό  αυτό Σύστημα στην Ελλάδα μιμούμενο και προσαρμοζόμενο στα διεθνώς συμβαίνοντα, απολύτως πεπεισμένο για την ισχύ του απέναντι σε ένα συρρικνωμένο κράτος έχει συγκεντρώσει την εθνική ρευστότητα, όταν από την άλλη πλευρά η αγορά, κύρια δε το αγοραστικό κοινό, παρουσιάζει σοβαρές ενδείξεις μειωμένης ρευστότητας και διαθεσίμου εισοδήματος που συρρικνώνει την ενεργό ζήτηση. Η τελευταία έχει παύσει προ πολλού να είναι εγγενής, τροφοδοτούμενη από το Τραπεζικό Δανεισμό που αποτελεί βαρύδιο για το μέλλον των «καλύτερων ημερών».
    Αν λάβει κανείς υπ’ όψιν του το γεγονός της εύνοιας των «κατεχόντων», από την εφαρμογή του συγκεκριμένου αγοραίου αναπτυξιακού προτύπου που ακολουθείται, αν μελετήσει κανείς τις κατευθύνσεις των επιχειρούμενων μεταρρυθμίσεων που το εξυπηρετούν , αν μελετήσει την φιλοσοφία των φορολογικών ελαφρύνσεων, διευκολύνσεων και απαλλαγών, ακόμη και σε συνδυασμό με αυτές που θεσπίζονται με γνώμονα την κάποια πολιτικά επιβαλλόμενη βελτίωση της θέσης των αφόρητα πιεζόμενων «μη κατεχόντων» και συνδυάσει όλα τα ανωτέρω με την παρατηρούμενη και ελεγχόμενη ως προβληματική υγιή ενεργό ζήτησης ( την μη τροφοδοτούμενη από δανεισμό, τότε θα οδηγηθεί στο συμπέρασμα, ότι το αναπτυξιακό πρότυπο και οι ετήσιοι Προϋπολογισμοί του αντιμετωπίζουν ουσιαστικό πρόβλημα. Διάχυτη είναι η εντύπωση, όπως  επίσης διάχυτη είναι πλέον και η ανησυχία, για το γεγονός , ότι η Ελληνική κοινωνία του σήμερα καταναλώνει εισοδηματικούς πόρους του αύριο.
    Οι Δημογραφικές εξελίξεις στον Ελληνικό χώρο δεν είναι δυνατό να αγνοηθούν, Όπως επίσης και η ουσία των καταναλωτικών νοοτροπιών των  νέο-Ελλήνων , οι οποίοι βιώνουν μια πραγματικότητα υψηλών καταναλωτικών προκλήσεων συνοδευόμενων, συνήθως, από την «ευθυεστάτη», κατά τα άλλα, και καθησυχαστική των συνειδήσεων ρήση, που λέγει ότι δεν πρέπει να απλώνουν τα πόδια τους πέρα από το πάπλωμά τους. Η καθησυχαστική της συνείδησης των θιασωτών της αγοράς ρήση, παίρνει τον χαρακτήρα του πανούργου και εργαλειακού λόγου όταν, βέβαια, τοποθετείται στο πραγματικό πλαίσιο των εξελίξεων, που τίποτε επιθυμητό δεν επιδιώκουν πέραν της μεγαλύτερης δυνατής αύξησης των πωλήσεων με οποιονδήποτε μάλιστα τρόπο. Η έννοια της ζήτησης, συνδεδεμένη με την έννοια της αναδιανεμητικής εισοδηματικής διαδικασίας, αντικαθίσταται με την έννοια της πώλησης που αδιαφορεί για την πηγή του εισοδήματος μέσω του οποίου θα ικανοποιηθεί.
    Αν σκεφθούμε, ότι ο Κεϋνσιανισμός κατέρρευσε κάποτε λόγω της έμμονής του στη ζήτηση, υποβαθμίζοντας τη σημασία της προσφοράς, είναι δυνατό να παρατηρήσουμε σήμερα, υπό το καθεστώς του αγοραίου αναπτυξιακού προτύπου, μία απερίσκεπτη για τους θιασώτες του ολοκληρωτική αντιστροφή. Το υποστηριζόμενο, από τους εκάστοτε ετήσιους Προϋπολογισμούς των τελευταίων 15 και πλέον ετών, αναπτυξιακό πρότυπο, στηρίζει άνευ επιφυλάξεων την υπόθεση της ζήτησης, αλλοιώνοντας επικίνδυνα την υγιή μορφή της, διαστρέφοντας, δε, των εκ βελτιούμενων εισοδημάτων φυσιολογικά αναδυόμενο χαρακτήρα της.
    Είναι εκπληκτικό το γεγονός, ότι η αναδιανομή του εισοδήματος αποτελεί διαδικασία που σπανίως, ή έστω φειδωλά ακούγεται σοβαρά στα χρόνια αυτά της κυριαρχίας των αντιλήψεων του μοντέλου της ελεύθερης λεγόμενης αγοράς, μιας αγοράς της οποίας βέβαια ουδέποτε προσδιορίζονται ή αποκαλύπτονται οι βαθμοί ελευθερίας. Εντούτοις, οι εμπειρίες του παρελθόντος πρέπει να οδηγούν σε αυτοσυγκράτηση και ο Κεϋνσιανισμός, η παρέμβαση και οι άλλοτε ισχύουσες μορφές  εισοδηματικού προστατευτισμού πρέπει να διδάσκουν, καθώς οι εξελίξεις δεν ακολουθούν πάντοτε τις εμμονές των στρατευμένων που θεωρούν ότι για όλα έχουν πεισθεί.
    Ο ανταγωνισμός, χρήσιμος γενικώς, στο μέτρο βέβαια που δε θεοποιείται, πράγμα το οποίο δυστυχώς συμβαίνει στις μέρες οφείλει να οδηγεί, για να είναι κοινωνικά και οικονομικά ωφέλιμος στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων του τελικού καταναλωτή, εκδηλούμενος με ποσοτική επάρκεια των παραγομένων προϊόντων  και υπηρεσιών, με ποιοτική βελτίωσή τους και με συνεχή βελτίωση των τιμών στην αγορά.
    Κι αν σήμερα, στην εποχή αυτή της επιβολής του συγκεκριμένου προτύπου που υπηρετεί ο υποβαλλόμενος Προϋπολογισμός, αποδεχθεί κανείς, έστω και με επιφυλάξεις, την σχετική ισχύ των δυο πρώτων εκδοχών, τότε, τι ακριβώς συμβαίνει με την a-contratio παρατηρούμενη, συνεχή και συχνά επιθετική αύξηση των τιμών; Γιατί ο τελικός καταναλωτής αντιμετωπίζει αυτή την ανησυχητική αυξητική πορεία του τιμαρίθμου, που συχνά παίρνει προκλητικές διαστάσεις, όταν μάλιστα συνοδεύεται από εισοδηματική στασιμότητα και επίσημη πληροφόρηση περί επιτυχιών στο ζήτημα του περιορισμού των ποσοστών του πληθωρισμού τα οποία σπανίως εμφανίζονται να ξεπερνούν τα όρια του έρποντος φαινομένου; Ο πληθωρισμός, το ποσοστό του οποίου δύσκολα πείθει πραγματικά συμβαίνοντα, είναι μάλλον πληθωρισμός κερδών, αφού δεν είναι βέβαια, πληθωρισμός μισθών και ημερομισθίων. Υπό την συνθήκη αυτή, κάθε μορφή πολιτικής λιτότητας θίγει τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους και επιδεινώνει την θέση τους.
    Ο ανταγωνισμός δεν είναι έννοια μονοδιάστατη. Ούτε βέβαια όλα τα είδη του ανταγωνισμού, που θεωρητικά και πρακτικά γνωρίζουμε ότι υπάρχουν και μελετώνται επιστημονικά, λειτουργούν προς όφελος του τελικού καταναλωτή. Από τον πλήρη ανταγωνισμό, έως το πλήρη μονοπώλιο, μεσολαβεί αριθμός μορφών ανταγωνισμού ατελούς χαρακτήρα που ουδόλως εξυπηρετούν τον επιδιωκόμενο στόχο της πτώσης των τιμών των αγαθών και των υπηρεσιών. Ούτε τα ολιγοπώλια, ούτε τα δυπώλια ή τα τριπώλεια, αλλά και ούτε πάντοτε ο μονοπωλιακός ανταγωνισμός οδηγούν υποχρεωτικά τις τιμές προς τα κάτω. Πολύ περισσότερο, όταν τα οργανωμένα συμφέροντα, που στο πλαίσιό τους δραστηριοποιούνται, μεγεθύνονται αποκτώντας χάσμα.
    Υπό την θεωρητική οπτική, μάλιστα, του υιοθετημένου ως κυρίαρχου αναπτυξιακού προτύπου, παρατηρούνται σχήματα πρωθύστερα και παράδοξες αντιστροφές που θέτουν σε αμφισβήτηση την υποστηριζόμενη ως αποτελεσματική λογική. Είναι έτσι ενδιαφέρον να σημειώσει κανείς, ότι στον Ελληνικό χώρο ,και όχι μόνο, οι τιμές απελευθερώθηκαν από τον κρατικό έλεγχο, πριν ακόμη εξασφαλισθεί ένα σημαντικό κι επιθυμητό, όσο και βέβαια αναγκαίο για τη λειτουργία του ποθητού προτύπου, επίπεδο ανταγωνισμό. Αφού, στον βωμό του «λιγότερου κράτους» απελευθερώθηκαν οι τιμές, στη συνέχεια, μόνο, και δίχως εξαιρετικά αποτελέσματα, επιστρατεύθηκαν φορείς και αρχές, ή επιτροπές, όπως αυτή του ανταγωνισμού, για να προστατεύσουν και να εμβαθύνουν τον επιδιωκόμενο στόχο. Σχήμα  πρωθύστερο; Πιθανότατα, καθώς αρκετά χρόνια μετά, το ποθητό αποτέλεσμα δεν είναι καθόλου ορατό. Είναι μάλλον σαφές. Υπό την θεωρητική οπτική αυτού τούτου του υιοθετηθέντος αναπτυξιακού προτύπου ,πρώτα εξασφαλίζεται ο μεγαλύτερος δυνατός ανταγωνισμός και στη συνέχεια απελευθερώνονται πλήρως οι τιμές. Και η παράδοξη αντιστροφή που ακολουθήθηκε, οδήγησε στις παρατηρούμενες καταστάσεις εισοδηματικής συρρίκνωσης, ακατάσχετης κερδοφορίας από τους αποκαλούμενους «αστούς» της αγοράς, στις γενιές των 300-600 ευρώ, στην ακρίβεια και στην υπερχρέωση των νοικοκυριών, παρά τα υψηλά επίπεδα παραγωγικότητας που δυστυχώς όμως συνδυάζονται με χαμηλούς μισθούς και άρα εκμετάλλευση του συντελεστή εργασία (βλ. ετήσια έκθεση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ για την Ελληνική οικονομία και Απασχόληση του 2007 σελ.19).Αναμφίβολα, η ελεύθερη λεγόμενη αγορά και ο ελεύθερος λεγόμενος ανταγωνισμός, έννοιες πολύπλοκες που απαιτούν εννοιολογική διευκρίνιση, καθώς σχετίζονται με ποικίλους βαθμούς ελευθερίας που τις χαρακτηρίζουν, προϋποθέτουν ως καταστάσεις, τον κρατικό και κοινωνικό έλεγχο που θα διασφαλίζει την απαιτούμενη ελευθερία. Η ανυπαρξία ελέγχων οδηγεί σε ανελεύθερες δομές αντικοινωνικού περιεχομένου μέσα από συσσωματώσεις, ενώσεις, συγχωνεύσεις, εξαγορές και άλλες παρόμοιες διαδικασίες που επιδιώκονται από το οικονομικό συμφέρον και σήμερα συνήθως ενθαρρύνονται με επίκληση και αιτιολογία την αντιμετώπιση του διεθνούς ανταγωνισμού και της επιβίωσης στην νέα τάξη πραγμάτων. Άραγε έως ποιο βαθμό θα παραμένουν ακόμη αδιευκρίνιστες οι αντφάσεις;   

ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ

Κάτω από την οπτική που διατυπώθηκε στις Γενικές παρατηρήσεις και σχόλια που προηγήθηκαν, είναι δυνατόν,  εξειδικεύοντας να παρατηρήσουμε τα εξής:
1. Σύμφωνα με το Προσχέδιο του Προϋπολογισμού του έτους 2008 και τις στοχεύσεις του αρμοδίου Υπουργείου η μείωση ελλειμμάτων, τα οποία βασανίζουν τους υπεύθυνους της Οικονομικής Πολιτικής, επιχειρείται εκ νέου μα πραγματοποιηθεί με την αύξηση του συνόλου των φορολογικών εσόδων 5,97 δις ευρώ (βλ. σελ. 19 του Προσχεδίου) (δηλ. 54.575 εκ ευρώ το 2008 μείον 48.605 εκ. ευρώ το 2007 = 5.970 εκ ευρώ ή 5,97 δις   ευρώ). Εξ αυτών τα 2.005 εκ ευρώ προέρχονται από Άμεσους Φόρους και τα 3.965 εκ ευρώ από Έμμεσους Φόρους. Οι Τελευταίοι είναι εύκολοι φόροι που πλήττουν όμως τους      μη-έχοντες υψηλά εισοδήματα, τους μισθωτούς, τους χαμηλόμισθους και τους συνταξιούχους. Αν συγκρίνει κανείς τη σχέση της αύξησης των Άμεσων και των Έμμεσων Φόρων που δια του Προϋπολογισμού επιδιώκεται το 2008, με την αύξηση που πραγματοποιήθηκε από το 2006 προς 2007, τότε θα δει ότι οι μεν Άμεσοι Φόροι αυξήθηκαν το 2007 κατά 1.141εκ. ευρώ (έναντι του 2.005 εκ ευρώ που προβλέπεται για το 2008) οι δε Έμμεσοι Φόροι αυξήθηκαν το 2007 κατά 2.473 εκ. ευρώ (έναντι 3.965 εκ. ευρώ που προβλέπετε για το 2008). Παρά τη σχετική προσπάθεια για την αύξηση των Άμεσων Φόρων, η αύξηση των Έμμεσων Φόρων είναι αισθητά μεγαλύτερη, πράγμα το οποίο αποτυπώνει τη διαρθρωτική αδυναμία μιας οικονομίας δύσκολα διαχειριζόμενης. (864 εκ ευρώ είναι η διαφορά στην αύξηση των Άμεσων Φόρων μεταξύ 2007 και 2008 και 1.492 εκ ευρώ, σχεδόν διπλάσια, η διαφορά στην αύξηση των Έμμεσων Φόρων μεταξύ 2007 και 2008). Οι ανωτέρω αυξήσεις της Φορολογίας συνοδεύονται από μια συγκράτηση του ρυθμού αύξησης των κοινωνικών δαπανών και των Δημοσίων Δαπανών. Θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς ότι η προσπάθεια για την μείωση των περίφημων ελλειμμάτων δεν επιχειρείται, παρά μόνο ίσως ελάχιστα, δια της αυξήσεως των διαθεσίμων εισοδημάτων ή δια της αυξήσεως της δημόσιας και ιδιωτικής επενδυτικής προσπάθειας (Αύξηση Φορολογικών βαρών ίση με 12.3% - Αύξηση συνολικού ύψους δαπανών 6,2%).
2.     Οι ανωτέρω συσχετισμοί Άμεσων και Έμμεσων Φόρων, το σύνολο της πρόσθετης φορολογικής επιβάρυνσης των Φυσικών Προσώπων το έτος 2008, με 700 εκ. ευρώ περίπου και η διατήρηση του ποσοστού των εσόδων από τη φορολόγηση των επιχειρήσεων σε αρκετά χαμηλά και πάλι επίπεδα παρά τη σχετική αύξησή τους κατά 6,2% ήτοι κατά 286 εκ ευρώ, και ο περιορισμός των δημοσίων δαπανών σε τομείς που είναι ιδιαιτέρως σοβαροί για την Ελληνική Οικονομία και Κοινωνία, όπως η Παιδεία, η Απασχόληση, η Υγεία ή και ο Πολιτισμός, αποκαλύπτουν το περιεχόμενο του πνεύματος του αναπτυξιακού προτύπου, που μονίμως εξυπηρετείται, παρά τα μηνύματα του εκλογικού σώματος και τις έκδηλες πλέον ανησυχίες των ειδικών, αλλά και αξιόλογων προσωπικοτήτων σε διεθνές επίπεδο, Δε θα πρέπει να λησμονείται βέβαια η προβλεπόμενη και συζητούμενη ευρέως, αύξηση του Φόρου της ακίνητης περιουσίας κατά 275% περίπου ήτοι κατά 660 εκ. ευρώ και πλέον, όπως και η αύξηση του ΕΦΚ καυσίμων κατά 45% περίπου, δηλαδή κατά 1,3 δις ευρώ. Τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα επιβαρύνονται και πάλι το κόστος των στόχων ενός αναπτυξιακού προτύπου που έμφαση δίνει στην παραγωγή λησμονώντας τη ζήτηση και την ουσιαστική προστασία του πραγματικού εισοδήματος του απλού, μικρού ανθρώπου της καθημερινότητας. Δεν υπάρχει αμφιβολία και βέβαια ορθώς επιδιώκεται η πάταξη της φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής που σαν φαινόμενα, σοβαρά πλήττουν την Ελληνική Οικονομία και Κοινωνία. Η παραοικονομία, άλλωστε αποτελεί ενδημική υπόθεση της Ελληνικής πραγματικότητας, είναι, δε, πολλές φορές αποτέλεσμα, όχι μόνο παραβατικής συμπεριφοράς, αλλά και αποτέλεσμα εισοδηματικής ανισότητας που προκαλεί άμβλυνση των συνειδήσεων.
3.     Θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει προβλήματα που αναφύονται στον Προϋπολογισμό του 2008 στο θέμα των Δαπανών του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων στο τομέα του τουρισμού, όπου το ποσοστό μεταβολής 2008/07 παρουσιάζεται μειωμένο κατά –5,3%.Οι πρόσφατες εξελίξεις, οφειλόμενες εκτός των άλλων και στις έκδηλες κλιματολογικές αλλαγές, οι θερινές πυρκαγιές, οι συνήθως ακολουθούσες πλημμύρες, οι κατολισθήσεις, οι πυροπαθείς, η αλλοίωση του φυσικού περιβάλλοντος και οι κατά καιρούς αποκαλυπτόμενες μολύνσεις και επιβαρύνσεις του Ελληνικού χώρου, συνδυαζόμενες με την παραδοχή του ότι ο τουρισμός αποτελεί είδος βιομηχανίας για τον τόπο μας, απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή στον τομέα αυτόν. Αρνητικές μεταβολές παρατηρούνται επίσης σε τομείς όπως η βιομηχανία- βιοτεχνία (-19.1%) που χαρακτηρίζεται κύρια από μεγάλο όγκο Μικρομεσαίων επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες, όχι άμοιρες του νομοθετικού πλαισίου και των σχέσεών τους με το Τραπεζικό Σύστημα, οι Σιδηρόδρομοι (-21,1%), παρά την αναγκαιότητα περαιτέρω ανανεώσεων, τα Νομαρχιακά έργα (-3,5%), τα Διάφορα και τα Ολυμπιακά Έργα (-8,1% και –30,1% αντιστοίχως , τα δυο τελευταία χρόνια.
4.      Σ’ ότι αφορά τις αμοιβαίες των εργαζομένων, την αδήλωτη εργασία (βλ. έκθεση ΙΝΕ σελ. 25), την μερική απασχόληση και την σχέση πληθωρισμού , παραγωγικότητας και αμοιβών, η κατάσταση απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή καθώς σχετίζονται με το σημαντικότατο
ζήτημα της Κοινωνικής Συνοχής και της Κοινωνικής Ειρήνης. Οι αμοιβές των εργαζομένων στην Ελλάδα υφίστανται επί σειρά ετών σημαντικές πιέσεις, παρά την παρατηρούμενη αυξητική πορεία της παραγωγικότητας. Το θέμα της αδήλωτης και ανασφάλιστης εργασίας λαμβάνει ανησυχητικές διαστάσεις με αποτέλεσμα την αδυναμία αναπαραγωγής της εργατικής οικογένειας ή την υγιή αναζήτηση ευκαιριών στην αγορά εργασίας. Η σύγχυση που προέκυψε σε όρους και σε έννοιες, αλλά και σε καταστάσεις με την υιοθέτηση των χαρακτήρων, όπως η απασχολησιμότητα, η πολυαπασχολησιμότητα, η  δια βίου εναλλαγή επαγγελματικών αναζητήσεων, η ευελιξία κ.α. πρέπει να αντιμετωπισθεί, αδυναμία σαφούς κατανόησης και δημιουργία γκρίζου τοπίου στην αγορά εργασίας (η εργασία αποτελεί παραδοσιακά κοινωνικό δικαίωμα και δύσκολα συνειδητοποιείται ως δικαίωμα στην αναζήτηση απασχόλησης).
1. Προϋπολογισμοί κατά  κατηγορίες (Πίνακας 3.1, σελ.30 του προσχεδίου) είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι η ποσοστιαία μεταβολή 2008/07 πέφτει στο 11,1% από το 14,8% που ήταν στη σχέση 2007/06,στον τομέα ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ, δηλαδή στις Δαπάνες  περίθαλψης μάλιστα πέφτουν ιδιαιτέρως σημαντικά σε ποσοστό αύξησης παρουσιάζοντας το 4,4% από 10,6% του 2007/06. Διαφοροποίηση δε παρουσιάζουν τα ποσοστά του επιδόματος πολυτέκνων (2007/06 86% - 2008/07 11,6%). Πρόβλημα όπως φαίνεται, υπάρχει με την  υστέρηση της επιχορήγησης προς το ΙΚΑ , καθώς η σχετική δαπάνη υπολείπεται και 1,5 δις ευρώ για το έτος 2008. Η υποχρέωση επιχορήγησης του ΙΚΑ από τον κρατικό προϋπολογισμό ανέρχεται στο 1 % του ΑΕΠ μόνο για την περίοδο 2009-2032. (Βλ. ΓΣΕΕ –Προτάσεις για τον Κρατικό Προϋπολογισμό του 2008-Οκτώβριος 2007. Για να τηρηθεί η νομοθετική υποχρέωση πρέπει να καταβληθούν στο ΙΚΑ 3,38 δις ευρώ (1,57% του εκτιμούμενου ΑΕΠ για το 2008) και όχι 1,9 δις ευρώ του Προσχεδίου (βλ. σελ. 30).
Πέρα από το σχολιασμό του θέματος της αύξησης του  ποσοστού της ιδιωτικής κατανάλωσης που επιχείρησα στις γενικές μου παρατηρήσεις, πέρα από το γεγονός της ύπαρξης, στην Ελλάδα, ποσοστών συνολικής άμεσης φορολόγησης χαμηλότερων του μέσου όρου των χωρών του (βλ. Έκθεση ΙΝΕ 2007 σελ. 20), που έχουν επιπτώσεις στην Ασφαλιστική κατάσταση των εργαζομένων, είναι απαραίτητο και πάλι να τονισθεί το ζήτημα της εισοδηματικής ανισότητας. Στη χώρα μας έχει υπολογισθεί ότι το 20% των πλουσίων ανθρώπων διαθέτει εισόδημα από το 20% των θεωρούμενων φτωχών σύμφωνα με τα δεδομένα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. Έκθεση ΙΝΕ 2007 σελ. 21). Η αναδιανομή του Ελληνικού εισοδήματος καθίσταται επιτακτική ανάγκη για λόγους καθαρά αναπτυξιακούς. Η επιτακτική αυτή ανάγκη είναι κατά κύριο λόγο δυνατό να πραγματοποιηθεί δια του Κρατικού Προϋπολογισμού, σ’ ένα βάθος ορατού χρόνου. Η πραγματοποιηθείσα διαφοροποίηση στο υπολογισμό του ΑΕΠ η κατά 25% περίπου μεγέθυνση του και τα προβαλλόμενα υψηλά ποσοστά ανάπτυξης της Ελληνικής Οικονομίας πρέπει να συνοδεύονται από αναδιανεμητικές διαδικασίες που δίδουν στους πολίτες την αίσθηση ότι συμμετέχουν αδιακρίτως όχι μόνο στις θυσίες αλλά και στα οφέλη.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι η χώρα δεσμευμένη από την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έχει χάσει μέρος της δυνατότητας καθαρά εθνικών οικονομικών ελιγμών σε πολλά επίπεδα, ενώ, ταυτόχρονα, είναι υποχρεωμένη να ακολουθεί συγκεκριμένες ντιρεκτίβες που προέρχονται από τις Βρυξέλλες. Εντούτοις η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι επίσης χώρος διαλόγου, πολιτικών και επιστημονικών συζητήσεων, αναμοχλεύσεων και σύγκρουσης ιδεών. Η πραγματικότητα είναι πολύπλοκη, αλλά και περισσότερο επαναστατική από τις θεωρίες που την ερμηνεύουν. Τίποτε δεν είναι απόλυτα δεδομένο και σταθερό. Η δε επίκληση των δεσμεύσεων της χώρας έναντι της Ε.Ε. εκ μέρους των αρμοδίων σε κάθε ευκαιρία, ή σε κάθε περίπτωση αδιεξόδου σε επίπεδο διαλόγου, η ανταλλαγή επιχειρημάτων, δεν αποτελεί πάντοτε την καλύτερη λύση, καθώς συχνά εκλαμβάνεται ως υπεκφυγή. 
      
              
    

  Καθηγητής Γιώργος Χατζηκων/νου
  Πανεπιστήμιο Θράκης
     (27/10/07)


Σχολιάστε εδώ

για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε


x

Τι θέλετε να αναζητήσετε;